κάπα

κάπα
και κάππα, η (Μ κάπα και κάππα)
φαρδύ χοντρό πανωφόρι τών ορεσίβιων χωρικών φτιαγμένο από μαλλί προβάτου ή κατσίκας
νεοελλ.
1. στρατιωτικό πανωφόρι που φορούν οι εύζωνοι
2. γυναικείο πανωφόρι χωρίς μανίκια
3. παροιμ. «έκαψα την κάπα μου για να μη μέ τρών' οι ψείρες» — λέγεται γι' αυτούς που υφίστανται σημαντική θυσία για να απαλλαγούν από ποικίλες φροντίδες και προβλήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cappa].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάπα — κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc/acc dual κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπα — η (λ. λατ.), πανωφόρι: Οι τσοπάνηδες το χειμώνα φορούν την κάπα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλά κάπα — (λ. ιταλ.), επιρρημ. έκφραση που σημαίνει ανάποδα: Ό,τι πεις το παίρνει αλά κάπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καπάνας — καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem acc pl καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάπας — κάπᾱς , κάπη crib fem acc pl κάπᾱς , κάπη crib fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπάνη — καπά̱νη , καπάνη chariot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καπάνης — καπά̱νης , καπάνη chariot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • βιντεοτέξ — (videotext).Σύστημα αμφίδρομης μορφής επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιεί το τηλεφωνικό ή άλλης μορφής καλωδιακό δίκτυο για τη μετάδοση πληροφοριών ή άλλων δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένες σε τράπεζες πληροφοριών. Η σύνδεση και η επικοινωνία …   Dictionary of Greek

  • καπάτος — καπᾱτος, ὁ (Μ) ο ντυμένος με κάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπα + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, λουλουδ άτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”