κάπα — κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc/acc dual κάπᾱ , κάπη crib fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπα — η (λ. λατ.), πανωφόρι: Οι τσοπάνηδες το χειμώνα φορούν την κάπα τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλά κάπα — (λ. ιταλ.), επιρρημ. έκφραση που σημαίνει ανάποδα: Ό,τι πεις το παίρνει αλά κάπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καπάνας — καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem acc pl καπά̱νᾱς , καπάνη chariot fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάπας — κάπᾱς , κάπη crib fem acc pl κάπᾱς , κάπη crib fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπάνη — καπά̱νη , καπάνη chariot fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καπάνης — καπά̱νης , καπάνη chariot fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
βιντεοτέξ — (videotext).Σύστημα αμφίδρομης μορφής επικοινωνίας το οποίο χρησιμοποιεί το τηλεφωνικό ή άλλης μορφής καλωδιακό δίκτυο για τη μετάδοση πληροφοριών ή άλλων δεδομένων που βρίσκονται αποθηκευμένες σε τράπεζες πληροφοριών. Η σύνδεση και η επικοινωνία … Dictionary of Greek
καπάτος — καπᾱτος, ὁ (Μ) ο ντυμένος με κάπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάπα + κατάλ. άτος (πρβλ. αφρ άτος, λουλουδ άτος)] … Dictionary of Greek